γιούτα

γιούτα
Φυτικές κλωστικές ίνες. Εξάγονται από τον βλαστό ειδών του γένους κόρχορος. Πρόκειται για ετήσια ποώδη φυτά ύψους άνω των 2 μ. που έχουν κυλινδρικό στέλεχος με ελάχιστους βλαστούς και μακρόστενα φύλλα. Τα μικρά άνθη τους είναι λευκά ή κίτρινα και ο καρπός τους πεντάχωρη κάψα. Στον καψοειδή, η άκρη της κάψας καμπυλώνεται και περιέχει μακρουλά σπέρματα, ενώ στον κόρχορο τον λαχανώδη η άκρη είναι επιμήκης και περιέχει τριγωνικά σπέρματα. Ο οξυγωνιώδης έχει σφαιρική κάψα. Στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στις Ινδίες τα φύλλα του κόρχορου του λαχανώδους τρώγονται ωμά ή βραστά. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και στην Κρήτη, όπου ονομάζεται μουχλιά. Τα φυτά από τα οποία εξάγεται η γ. είναι ιθαγενή των Ινδιών, αλλά η καλλιέργειά τους έχει αναπτυχθεί στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ασίας. Η συλλογή γίνεται το καλοκαίρι, με αποκοπή των βλαστών από τη βάση. Για να διαχωριστούν οι ίνες από τις ξυλώδεις ουσίες, οι βλαστοί τοποθετούνται μέσα στο νερό για να σαπίσουν. Μετά την προετοιμασία αυτή τα φυτά συσκευάζονται σε μπάλες και αποστέλλονται για επεξεργασία στις βιομηχανίες, όπου πριν καταλήξουν στα νηματουργεία, υφίστανται απάλυνση. Η διαδικασία αυτή, που παρέχει στις ίνες τη μεγαλύτερη δυνατή ευλυγισία και έχει σκοπό να διευκολύνει τις κατοπινές εργασίες, γίνεται με κατάλληλες μηχανές, εφοδιασμένες με ζεύγη κυλίνδρων με βαθιές διαγώνιες αυλακώσεις. Τη μηχανική επεξεργασία συνοδεύει μία χημική, που συνίσταται στην παραμονή μέσα σε γαλάκτωμα λιπαρών ουσιών, η οποία προσδίδει στις ίνες μεγαλύτερη ολισθηρότητα. Οι εργασίες του κλωστηρίου είναι το ξάσιμο, το τέντωμα, το καθάρισμα και ένα ελαφρύ στρίψιμο πάνω στους πάγκους με τα αδράχτια. Τα υφάσματα από γ. χρησιμοποιούνται κυρίως ως υλικά συσκευασίας. Σχηματική απεικόνιση βλαστού του είδους κόρχορο το καψοειδές και καρπού του είδους κόρχορο το λαχανώδες· από τα φυτά αυτά προέρχεται η γιούτα. Η τελική εργασία κατασκευής σάκων γιούτας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γιούτα — (Utah). Πολιτεία (219.888 τ. χλμ., 2.233.169 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των υψιπέδων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Συνορεύει με τις πολιτείες, στα Β του Αϊντάχο και του …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… …   Dictionary of Greek

  • Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το …   Dictionary of Greek

  • Νεβάδα — (Nevada). Ομόσπονδη Πολιτεία (286.352 τ. χλμ., 2.106.074 κάτ. το 2001) των δυτικών ΗΠΑ, η οποία συνορεύει με την Όρεγκον στα ΒΔ, την Αϊντάχο στα ΒΑ, τη Γιούτα στα Α, την Αριζόνα στα ΝΑ και την Καλιφόρνια στα Ν και στα Δ. Πρωτεύουσά της είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Σολτ Λέικ Σίτι — (Salt Lake City). Πόλη (περ. 159.936 κάτ.) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιούτα. Είναι χτισμένη σε βαλτώδη επιχώματα στην κοιλάδα του ποταμού Τζόρνταν, σε μικρή απόσταση από τη Μεγάλη Αλμυρή λίμνη. Στα ανατολικά της περιοχής δεσπόζει η… …   Dictionary of Greek

  • κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • τζούτα — η, Ν 1. βοτ. το φυτό γιούτα ή ιούτα 2. κλωστική ίνα από γιούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jute (< αρχ. ινδ. juta «μπερδεμένο μαλλί»)] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καλκούτα — (ινδ. Kolkata, αγγλ. Calcutta). Πόλη (4.580.544 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας και είναι πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Δυτικής Βεγγάλης. Αναπτύχθηκε στην αριστερή όχθη του Xούγκλι, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”